- ὀκνηρίας
- ὀκνηρίᾱς , ὀκνηρίαfem acc plὀκνηρίᾱς , ὀκνηρίαfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αεργία — η (Α ἀεργία, ιων. τύπος ίη) [ἀεργός] αποχή από την εργασία λόγω οκνηρίας, τεμπελιά, νωθρότητα, φυγοπονία αρχ. (για αγρούς) το να παραμένει ακαλλιέργητος, χέρσος … Dictionary of Greek
αεργός — Αυτός που δεν εργάζεται, συνήθως από τεμπελιά, o οκνηρός. Αυτός που δεν μπορεί να παράγει έργο. ά. ή αβατικό ρεύμα.Εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα που δεν μπορεί να παράγει έργο. Το ά. ρεύμα είναι η μία από τις δύο κάθετες συνιστώσες στις οποίες… … Dictionary of Greek
κατοκνώ — (ΑΜ κατοκνῶ, έω) δειλιάζω, διστάζω να κάνω κάτι από ατολμία ή από φόβο («μὴ κατόκνει μακρὰν ὁδὸν πορεύεσθαι πρὸς τοὺς διδάσκειν τι χρήσιμον ἐπαγγελομένους», Ισοκρ.) μσν. (για διήγηση) εξελίσσομαι αργά, τραβώ σε μάκρος αρχ. είμαι νωθρός, αδρανώ… … Dictionary of Greek
Καραβίτης, Βασίλης — (Νέα Ορεστιάδα Έβρου 1934 –). Δικηγόρος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος (1957 85). Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία, ενώ είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων.… … Dictionary of Greek
Ντάρελ, Λόρενς — (Lawrence George Durrell, 1912 – 1990). Άγγλος ποιητής και πεζογράφος (Ινδία 1912). Έζησε για μεγάλο διάστημα στην Κέρκυρα και ύστερα, ως διπλωμάτης, στην Αίγυπτο. Η πόλη της Αλεξάνδρειας αποτέλεσε το φόντο του Κουαρτέτου της Αλεξάνδρειας, μιας… … Dictionary of Greek
ξάπλα — η 1. αναπαυτικό, τεμπέλικο ξάπλωμα. 2. χαρακτηριστικό σημάδι οκνηρίας: Το έριξε στην ξάπλα και δε δουλεύει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)